- τετραξός
- -ή, -όν, Ατετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» — τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα -ξός, μέσω αμάρτυρου τ. *τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι-ξός < *διχθjος < διχθά)].
Dictionary of Greek. 2013.